ἀθηρηλοιγός

ἀθηρηλοιγός
ἀθηρηλοιγός, , ([etym.] ἀθήρ)
A consumer of chaff, i.e. winnowing-fan, Od. 11.128, 23.275.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀθηρηλοιγός — consumer of chaff masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρηλοιγοῦ — ἀθηρηλοιγός consumer of chaff masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρηλοιγόν — ἀθηρηλοιγός consumer of chaff masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”